- αφορισμός
- Ορισμός, αποφθεγματική γνωμάτευση· η απομάκρυνση, ο αποκλεισμός από την κοινωνία των χριστιανών.
Στο πλαίσιο της εκκλησίας, ο α. είναι η αφαίρεση του δικαιώματος να συμμετέχει ο πιστός μαζί με τους άλλους συντρόφους του στις διάφορες λατρευτικές τελετές. Πρόκειται για τη βαρύτερη ποινή που μπορεί να επιβληθεί σε έναν χριστιανό και γι’ αυτό το δικαίωμα του α. έχει μονάχα ο επίσκοπος. Εκείνος που τιμωρείται με την ποινή αυτή στερείται όλα του τα εκκλησιαστικά δικαιώματα και το όνομά του διαγράφεται από τα δίπτυχα της εκκλησίας. Ο α. δεν επηρεάζει τα δικαιώματα που εξασφαλίζει στον τιμωρημένο από την εκκλησιαστική αρχή πιστό το ιδιωτικό και δημόσιο δίκαιο και συνεπώς, τόσο οι οικογενειακές όσο και οι περιουσιακές του σχέσεις παραμένουν νομικά άθικτες.
Ο α. μπορεί να είναι ισόβιος, εφόσον οι λόγοι που τον επέβαλαν δεν έχουν πάψει να ισχύουν έως τη στιγμή του θανάτου του τιμωρημένου, ή να έχει περιορισμένη χρονικά ισχύ. Την άρση του μόνο ο επίσκοπος που πήρε την καταδικαστική απόφαση μπορεί να χορηγήσει («ο δήσας και λύειν δύναται») ή ο διάδοχός του. Αξίζει να σημειωθεί ότι η λύση του α. δεν ισχύει μόνο για τους ζωντανούς αλλά και για τους νεκρούς, που μπορεί να κηδευτούν σύμφωνα με τα εκκλησιαστικά νόμιμα και να τύχουν μνημόσυνων. Προϋπόθεση για την ανάκληση της βαριάς αυτής ποινής είναι η γνήσια μεταμέλεια και όσοι την επιδεικνύουν ακόμη και τη στιγμή του θανάτου τους συγχωρούνται και ξαναγίνονται μέλη της εκκλησιαστικής κοινωνίας.
Η ανακοίνωση του α. ή αναθέματος πραγματοποιείται στις λατρευτικές συγκεντρώσεις των πιστών, οπότε, μετά την ανάγνωση συνήθως του Ευαγγελίου, ο επίσκοπος ή ο πρεσβύτερος διαβάζει το αφοριστικό γράμμα. Το μέτρο αυτό εξακολουθεί να διατηρείται στην Ανατ. Εκκλησία, ενώ στη Δυτική μετά τον 19ο αι. έχουν οριστεί ιδιαίτερες διατάξεις σχετικά με την εφαρμογή του.
Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, ο αφορεσμένος μετά τον θάνατό του βρυκολακιάζει και το σώμα του μένει άλειωτο, όταν ταφεί. Πιστεύεται μάλιστα ότι τα νύχια τους και τα μαλλιά τους συνεχίζουν να μεγαλώνουν και ότι η ψυχή τους ποτέ δεν βρίσκει ανάπαυση, αλλά ψήνεται αιωνίως στη φωτιά της κόλασης.
* * *ο (AM ἀφορισμός)1. αξίωμα, ορισμός σύντομος και ακριβής2. εκκλησιαστική ποινή που σημαίνει την πρόσκαιρη ή ισόβια αποκοπή κάποιου πιστού από το σώμα της Εκκλησίαςαρχ.διάκριση, ορισμός.
Dictionary of Greek. 2013.